Φαλακροκορακίδες

Φαλακροκορακίδες (Phalacrocoracidae) Κορμοράνος

Οι Φαλακροκορακίδες είναι μεσαίου και μεγάλου μεγέθους υδρόβια πτηνά τα οποία σχηματίζουν μεγάλες αποικίες στις ακτές των εύκρατων και τροπικών παραθαλάσσιων περιοχών όλου του κόσμου· ορισμένα είδη ή υποείδη συναντώνται και στις όχθες μεγάλων λιμνών ή ποταμών. Πολλές διαφορετικές ταξινομήσεις της οικογένειας έχουν προταθεί πρόσφατα και ο αριθμός των γενών αμφισβητείται, από 26 έως 43 είδη. Το επιστημονικό όνομα του γένους προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά, φαλακρός (phalakros, "φαλακρός") και κόραξ (korax, "κοράκι"). Η ονομασία «Κορμοράνος» προέρχεται από τη λατινική Corvus marinus, "κοράκι θάλασσα".
Το φτέρωμά τους είναι συνήθως στιλπνό και μαύρο, ενίοτε ποικιλμένο με γκρίζες ή λευκές αποχρώσεις. Ο λαιμός τους είναι μακρύς και ευλύγιστος, το ράμφος τους λεπτό και κυρτό, ενώ μπορεί να φέρουν στο πρόσωπο ζωηρόχρωμες περιοχές γυμνού δέρματος.
Τα πουλιά αυτά βουτούν συχνά στο νερό για να συλλάβουν ψάρια, με τα οποία τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά. Αφού χορτάσουν, ξεκουράζονται για μικρό χρονικό διάστημα σε ένα σχετικά ψηλό και προσήλιο μέρος, όπου απλώνουν τις φτερούγες τους για να στεγνώσουν· αυτό συμβαίνει επειδή το φτέρωμα των Κορμοράνων δεν είναι αδιάβροχο, όπως το φτέρωμα άλλων υδρόβιων πουλιών.

Το πιο κοινό είδος της οικογένειας είναι το Phalacrocorax carbo, γνωστό και ως μεγάλος Κορμοράνος, ευρύτατα διαδεδομένο στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αμερική και στην Ασία, και λιγότερο στην Αφρική και στην Ωκεανία.

Κατηγορία: Υδρόβια & Παρυδάτια | Φαλακροκορακίδες (Phalacrocoracidae)

Λοφιοκορμοράνος (Phalacrocorax aristotelis)
Ο Θαλασσοκόρακας μοιάζει αρκετά με τον πιο κοινό Κορμοράνο αλλά είναι μικρότερος, λεπτότερος και με μικρότερο κεφάλι...


Κορµοράνος (Phalacrocorax carbo)
Μεγάλο υδρόβιο πτηνό (91εκ.) με μαύρο φτέρωμα. Το μέγεθος του σώματος, ο λευκός χρωματισμός στο πηγούνι και στα μάγουλα...


Λαγγόνα (Phalacrocorax pygmeus)
Είναι το μικρότερο σε μέγεθος είδος της οικογένειας, με μήκος σώματος 45-55 εκ. και άνοιγμα πτερύγων 80-90 εκ...

Θαλασσοκόρακας

Θαλασσοκόρακας, φαλακροκόραξ ο αριστοτέλειος (Phalacrocorax aristotelis)

Μοναχική, μαύρη φιγούρα των βραχωδών ακτών. Μοιάζει αρκετά με τον Κορμοράνο και, όπως κι εκείνος, καμιά φορά επισκέπτεται τα λιμάνια. Ωστόσο, ο Θαλασσοκόρακας είναι μικρότερος, με πρασινωπές ανταύγειες στο φτέρωμα κι ένα χαρακτηριστικό μικρό λοφίο την περίοδο της αναπαραγωγής.  Οι νεαροί θαλασσοκόρακες έχουν σκοτεινό καστανό φτέρωμα και μερικές φορές ελάχιστο λευκό στο στήθος το ράμφος τους είναι πιο λεπτοκαμωμένο από των γονιών τους. Το μήκος του φτάνει τα 76 εκατοστά έχει κοντό λαιμό και ράμφος μικρό και λεπτοκαμωμένο. Του αρέσει να πετάει κοντά στο νερό , με γρήγορα φτεροκοπήματα και το λαιμό του τεντωμένο προς τα εμπρός και το κεφάλι ελαφρώς ανασηκωμένο. Τρέφεται μόνο με φρέσκα ψάρια κάνοντας εντυπωσιακά βαθιά μακροβούτια.

Please install Adobe Flash Player


Κατηγορία: Υδρόβια & Παρυδάτια | Φαλακροκορακίδες (Phalacrocoracidae)




Επιπλέον, δεν σχηματίζει μεγάλα κοπάδια ούτε μεταναστεύει αλλά παραμένει όλο το χρόνο στη χώρα μας. Φωλιάζει στο Αιγαίο μέσα στα βράχια των ακτών, με συνολικό πληθυσμό που, όμως, δεν ξεπερνάει τα 200 ζευγάρια.
Ο Θαλασσοκόρακας φτιάχνει τη φωλιά του κατά μικρές και σκόρπιες αναπαραγωγικές αποικίες σε βραχώδεις ακτές, πάνω στις σχισμές των βράχων ή πάνω σε μεγάλες πέτρες.
Γεννάει τον Απρίλιο έως Ιούνιο 3-4 αβγά τα οποία κλωσάνε και οι δυο γονείς επί 30-31 μέρες.
Ο Θαλασσοκόρακας δεν ταυτίζεται με την κλασσική εικόνα των πουλιών της θάλασσας. Είναι μια προϊστορική μαύρη φιγούρα που κάθεται στα βράχια η κολυμπάει μισοβυθισμένος στο νερό ανίκανος για τα παιχνίδια με τον άνεμο και τα κύματα. Πετάει ολόισια κοντά στην επιφάνεια του νερού με συνεχή φτεροκοπήματα. Όταν βρεθεί στο μέρος που θέλει να τραφεί κάθεται στο νερό και χρησιμοποιώντας τα πόδια του σαν προπέλες βουτά και κυνηγά ψάρια κάτω από το νερό με μεγάλη ταχύτητα. Συνολικά μπορεί να ξοδέψει κάμποσες ώρες καθημερινά βρισκόμενος κάτω από το νερό όπου βρίσκεται πραγματικά στο στοιχείο του. ¶λλη χαρακτηριστική συνήθεια είναι ότι στέκεται με απλωμένες τις φτερούγες για να στεγνώσει και να θερμανθεί μετά από κάθε ψάρεμα.

Παρουσίαση από την Ελληνική Ορνοθολογική Εταιρεία
Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής το χρώμα του Θαλασσοκόρακα αποκτά ωραίες μεταλλικές ανταύγειες και πάνω από το μέτωπο εμφανίζεται ένα μικρό λοφίο που γέρνει προς τα μπρος. Σε άλλες εποχές θα έμοιαζε εντελώς αλλοπρόσαλλο, σήμερα ωστόσο συμβαδίζει με κάποιες τάσεις νεανικού χτενίσματος. Εκτός εποχής αναπαραγωγής το πτέρωμα είναι πιο μουντό μαύρο. Τα νεαρά είναι λευκά στο κάτω μέρος.

Ο Θαλασσοκόρακας μοιάζει αρκετά με τον πιο κοινό Κορμοράνο αλλά είναι μικρότερος, λεπτότερος και με μικρότερο κεφάλι. Τα δύο είδη συναντιούνται σπάνια όμως αφού ο Κορμοράνος είναι πουλί των υγροτόπων και στις ελληνικές ακτές απαντά αποκλειστικά ως χειμερινός επισκέπτης και σε σχετικά λίγες περιοχές (όπως στις ακτές των νησιών του βόρειου Αιγαίου ή το Σαρωνικό).

Ο Θαλασσοκόρακας τρέφεται με ψάρια του βυθού. Ψαρεύει πάντα κοντά στην ακτή σε βάθος συνήθως μέχρι είκοσι μέτρα. Αν τον δούμε λίγο πιο ανοιχτά, σίγουρα εκεί θα βρίσκεται κάποια ξέρα. Φτιάχνει τη φωλιά σε βράχια συνήθως κοντά στο νερό. Φωλιάζει μόνος ή σε χαλαρές αποικίες πολύ νωρίς, ήδη από τον Ιανουάριο ή ακόμη και το Δεκέμβριο. Τα μικρά πετούν μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Αργότερα, νωρίς το καλοκαίρι, οι Θαλασσοκόρακες μπορεί να μαζευτούν σε μεγάλα κοπάδια σε ορισμένους καλούς ψαρότοπους. Μετά σκορπίζουν ξανά. Είναι ίσως το μόνο θαλασσοπούλι που μένει όλο το χρόνο στην ίδια περιοχή χωρίς να μεταναστεύει. Μερικές φορές περιπλανιέται, πάντα κατά μήκος των βραχωδών ακτών, και εμφανίζεται σε μικρά λιμάνια. Όσες αναφορές υπάρχουν για παρατηρήσεις μακριά από βραχώδεις ακτές σχεδόν πάντα αφορούν Κορμοράνους και όχι Θαλασσοκόρακες.

Ο Θαλασσοκόρακας στην Ελλάδα φωλιάζει σε όλες τις νησιωτικές περιοχές αλλά όχι με την ίδια πυκνότητα. Οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί βρίσκονται στο ανατολικό και βόρειο Αιγαίο και στις Σποράδες. Στις Κυκλάδες και την Κρήτη είναι σχετικά κοινό είδος ενώ στο Ιόνιο βρίσκεται σε πολύ μικρότερους αριθμούς. Πάντως γνωρίζουμε ελάχιστα γι αυτόν, επειδή φωλιάζει το χειμώνα που οι έρευνες στο Αιγαίο είναι δύσκολες. Έτσι μέχρι στιγμής η παρακολούθηση του πληθυσμού βασίζεται κυρίως σε μετρήσεις των μετά– αναπαραγωγικών συγκεντρώσεων το Μάιο και τον Ιούνιο.

Ο Θαλασσοκόρακας είναι είδος προτεραιότητας για προστασία καθώς ο μεσογειακός πληθυσμός δεν είναι πολυάριθμος. Η υπεραλίευση κοντά στις ακτές του στερεί την τροφή και μάλιστα, σε αντίθεση με τους γλάρους και τους Αρτέμηδες, δεν μπορεί να ακολουθήσει ψαροκάικα και να τραφεί με τα μη εμπορεύσιμα ψάρια που πετούν. Μερικοί πιάνονται σε δίχτυα καθώς βουτούν. Η συνήθειά του να κολυμπά συνεχώς τον κάνει επίσης ευάλωτο σε πετρελαιοκηλίδες. Οι φωλιές του στις νησίδες είναι επίσης εύκολα προσιτές. Ευτυχώς γι αυτόν φωλιάζει το χειμώνα οπότε οι ανεπιθύμητες επισκέψεις στις νησίδες είναι πολύ λίγες. Αν και δεν είναι φωτογενής και ελκυστικός όπως τα άλλα θαλασσοπούλια, είναι είδος με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αλλωστε η παρουσία μεγάλων αριθμών από Θαλασσοκόρακες αποτελεί σίγουρη ένδειξη ότι η περιοχή αποτελεί καλό ψαρότοπο.


Κορμοράνος

Κορμοράνος, φαλακροκόραξ ο μεγάλος (Phalacrocorax carbo)

Μεγάλο υδρόβιο πτηνό (91εκ.) με μαύρο φτέρωμα. Το μέγεθος του σώματος, ο λευκός χρωματισμός στο πηγούνι και στα μάγουλα είναι στοιχεία που τον διαφοροποιούν από τη Λαγγόνα. Επίσης είναι χαρακτηριστικά το πράσινο χρώμα των οφθαλμών και οι κίτρινες και λαδί αποχρώσεις στην βάση του ράμφους.  Όταν κολυμπά το σώμα του είναι βυθισμένο μέσα στο νερό και το μόνο που προεξέχει από την επιφάνεια του νερού είναι ο μακρύς λαιμός με το κεφάλι. Επίσης κατά την κολύμβηση το ράμφος είναι ανασηκωμένο προς τα πάνω, χαρακτηριστικό που το κάνει να ξεχωρίζει από το Λαμπροβούτι που το κρατά οριζόντιο. Όπως συμβαίνει με όλα τα υδρόβια πτηνά τα δάχτυλα των ποδιών του ενώνονται με νηκτικές μεμβράνες.

Please install Adobe Flash Player


Κατηγορία: Υδρόβια & Παρυδάτια | Φαλακροκορακίδες (Phalacrocoracidae)




Οι νεαροί Κορμοράνοι έχουν πιο καφετί χρώμα με ανοιχτόχρωμη κοιλιά και λαιμό. Ο Κορμοράνος κάθεται στους βράχους και τα δέντρα, συνήθως όρθιος με τα φτερά μισάνοιχτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Κορμοράνοι κουρνιάζουν όλοι μαζί σε επιλεγμένες θέσεις πάνω σε συγκεκριμένα δέντρα.

Τροφή: Δεινοί δύτες, οι Κορμοράνοι, τρέφονται με ψάρια που πιάνουν κατά τη διάρκεια των καταδύσεων τους. Συνεργάζονται για το σκοπό αυτό πολύ καλά με τους Πελεκάνους, οι οποίοι μη έχοντας την ικανότητα να καταδύονται, πιάνουν τα ψάρια που ανεβαίνουν στην επιφάνεια του νερού μετά την καταδίωξή τους από τους
κορμοράνους. Στο ψάρεμα βοηθάει τον Κορμοράνο και το ισχυρό, αγκιστρωτό στην άκρη, ράμφος του.
Αναπαραγωγή: Οι Κορμοράνοι γεννούν την περίοδο Απριλίου-Μαΐου, 3-4 αυγά. Την περίοδο της αναπαραγωγής το κεφάλι και ο λαιμός αποκτούν ασημόλευκο χρωματισμό ενώ στους μηρούς αναπτύσσονται δύο χαρακτηριστικές άσπρες κηλίδες. Περιοχές της Ελλάδας στις οποίες παρατηρήθηκε αναπαραγωγή είναι η Μικρή Πρέσπα, η λίμνη της Καστοριάς και το Δέλτα του Έβρου. Ο αριθμός των αναπαραγόμενων ζευγαριών των Κορμοράνων είναι πολύ μικρός σε σχέση με το συνολικό αριθμό που επισκέπτονται την Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει γιατί μόνο ένας πολύ μικρός αριθμός από αυτούς παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ενώ η συντριπτική τους πλειοψηφία μεταναστεύει το καλοκαίρι στη Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη όπου είναι οι κύριοι τόποι αναπαραγωγής τους.
Η φωνή του, που ακούγεται την περίοδο του ζευγαρώματος, είναι ένα βαθύ και βραχνό «κρα».

Ορισμένοι ασιατικοί λαοί συνηθίζουν, ακόμα και σήμερα, να χρησιμοποιούν στο ψάρεμα τον μεγάλο Κορμοράνο, καθώς και τον ιαπωνικό Κορμοράνο του είδους Phalacrocorax capillatus. Τη νύχτα προσελκύουν κοπάδια ψαριών ανάβοντας φωτιές. Κάθε ψαράς κρατά από έναν ή περισσότερους Κορμοράνους δεμένους με ένα μακρύ σχοινί, τους οποίους αφήνει κάθε τόσο να βουτούν στο νερό και να φέρνουν από ένα ψάρι. Για να μην καταπίνουν οι Κορμοράνοι τα ψάρια που πιάνουν, τους περνούν γύρω από τον λαιμό έναν χαλκά.



Λαγγόνα

Λαγγόνα, φαλακροκόραξ ο πυγμαίος (Phalacrocorax pygmeus)

Η Λαγγόνα ανήκει μαζί με άλλα 36 είδη στην οικογένεια των Φαλακροκορακίδων. Είναι το μικρότερο σε μέγεθος είδος της οικογένειας, με μήκος σώματος 45-55 εκ. και άνοιγμα πτερύγων 80-90 εκ.. Το χρώμα του σώματός της είναι μαύρο ενώ του κεφαλιού της καφετί. Έχει μακριά ουρά και μικρό κεφάλι και ράμφος. Ζει σε υγροτόπους με στάσιμα ή λίγο ρέοντα ρηχά γλυκά νερά και σπανιότερα, το χειμώνα, σε παράκτιους υγροτόπους. Φωλιάζει κατά αποικίες σε καλαμιώνες ή σε πυκνά δένδρα, μόνο του ή με Ερωδιούς, Κορμοράνους, Χουλιαρομύτες κ.ά.. Τρέφεται με μικρά ψάρια και σπανιότερα με μικρά υδρόβια θηλαστικά και καρκινοειδή που πιάνει βουτώντας.
Γεννάει την άνοιξη 3-6 αυγά που επωάζουν εναλλάξ και οι δύο γονείς για 27-30 ημέρες. Οι νεοσσοί ανεξαρτοποιούνται σε ηλικία 70 περίπου ημερών.

Κατηγορία: Υδρόβια & Παρυδάτια | Φαλακροκορακίδες (Phalacrocoracidae)







Το είδος χαρακτηρίζεται ως κινδυνεύον σύμφωνα με το Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο, περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ για την προστασία των πουλιών και των βιοτόπων τους και σε παγκόσμιο επίπεδο, χαρακτηρίζεται ως Σχεδόν Απειλούμενο.
Η παγκόσμια κατανομή της Λαγγόνας που παλαιότερα απλωνόταν από την Αλγερία έως την Αράλη, σήμερα περιορίζεται στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής, το βόρειο Αιγαίο, τη Μαύρη Θάλασσα ώς την Κασπία αλλά και στο Ιράκ. Οι χώρες στις οποίες πλέον αναπαράγεται είναι οι Αλβανία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Τουρκία, Ρουμανία, Μολδαβία, Ουκρανία, Ρωσία, Αζερμπαϊτζάν και Ιράκ, ενώ λίγα ζευγάρια αναπαράγονται στην Ουγγαρία και στη Σλοβακία.
Ο αναπαραγόμενος πληθυσμός του είδους στην Ευρώπη, εκτιμάται σε 6.400 έως 7.300 ζευγάρια, ενώ η μεγαλύτερη αποικία του βρίσκεται στο Δέλτα του Δούναβη, με περίπου 4.000 ζευγάρια.
Οι αναπαραγόμενοι στα Βαλκάνια πληθυσμοί διαχειμάζουν στις ΒΑ ακτές της Μεσογείου, κυρίως στο Β. Αιγαίο και στις ΝΑ ακτές της Αδριατικής καθώς και στις εσωτερικές λίμνες της περιοχής. Δακτυλιωμένα άτομα από το Δούναβη εντοπίστηκαν στο Δέλτα του Νέστου και στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Οι αναπαραγόμενοι στη Μαύρη Θάλασσα πληθυσμοί ενδεχομένως διαχειμάζουν στην Τουρκία, ενώ ο πληθυσμός της Κασπίας μετακινείται το χειμώνα νοτιότερα.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ε.Ε. όπου αναπαράγεται η Λαγγόνα. Στις Λίμνες Μικρή Πρέσπα και Κερκίνη βρίσκονται οι σημαντικότερες αποικίες της, ενώ υπάρχει κι ένας μικρός πληθυσμός στη Λίμνη Πετρών. Παλαιότερα, φώλιαζε και στο Δέλτα του Αξιού, στις Λίμνες Ισμαρίδα και Καστοριάς, στο Δέλτα του Έβρου και στο Πόρτο Λάγος. Οι σημαντικότερες περιοχές διαχείμασης στην Ελλάδα είναι κυρίως οι μεγάλοι υγρότοποι της Θράκης και της Μακεδονίας.
Οι κυριότεροι λόγοι μείωσης των πληθυσμών της Λαγγόνας τα τελευταία έτη, είναι η αποξήρανση και η σοβαρή υποβάθμιση των υγροτόπων, η ρύπανση των γλυκών νερών, η ενόχληση και η καταστροφή των παρόχθιων δασών, καθώς και το παράνομο κυνήγι και ο πνιγμός πολλών Λαγγόνων σε δίχτυα.
Οι γνώσεις μας για τη Λαγγόνα στην Ελλάδα μέχρι σήμερα, προερχόταν από τις ειδικές έρευνες που πραγματοποιούνταν στη Λίμνη Κερκίνη και από τις μεσοχειμωνιάτικες μετρήσεις των υδρόβιων πουλιών.
Το 1997 άρχισε ένα τριετές πρόγραμμα LIFE για την Προστασία του είδους στην Ελλάδα που υλοποιείται από το WWF, την ΕΟΕ και την Εταιρία Προστασίας Πρεσπών σε 10 υγροτόπους στη Μακεδονία και στη Θράκη. Ήδη, από τα πρώτα αποτελέσματα, διαπιστώθηκε ότι η Ελλάδα αποτελεί πολύ σημαντική περιοχή για το είδος. Κατά το χειμώνα του 1997 μετρήθηκαν μεγάλοι αριθμοί που αποδεικνύουν ότι το μεγαλύτερο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού διαχειμάζει στην Ελλάδα. Ο αναπαραγόμενος πληθυσμός του είδους στη χώρα μας, φαίνεται να ξεπερνά τα 600 ζευγάρια.

Είναι φανερό πως με ιδιαίτερη αίσθηση ευθύνης θα πρέπει να ληφθούν μέτρα προστασίας και ειδικές δράσεις στην Ελλάδα, δεδομένου ότι αποτελεί σημαντικότατη περιοχή για το είδος. Οι κυριότερες ενέργειες που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν για τη διατήρηση των πληθυσμών της Λαγγόνας τόσο στην Ελλάδα όσο και στις υπόλοιπες χώρες είναι η προστασία των υγροτόπων, η διαρκής παρακολούθηση της ποιότητας των χαρακτηριστικών τους, η ενημέρωση του κοινού για τη σημασία και την αξία τους και η λήψη ειδικών διαχειριστικών μέτρων για τη βελτίωση των περιοχών διατροφής και αναπαραγωγής του είδους. Επιπλέον, περαιτέρω έρευνα για το είδος και στις υπόλοιπες χώρες όπου ζει, θα βοηθούσε στην κατανόηση της οικολογίας και των πληθυσμών του, δεδομένου ότι οι γνώσεις μας μέχρι σήμερα είναι περιορισμένες.

Παρουσίαση από την Ελληνική Ορνοθολογική Εταιρεία


Back To Top