Οπισθόκομος

Οατσίν, Οπισθόκομος οασίν (Opisthocomus hoazin)

Ο Οπισθόκομος ή Οασίν είναι το μοναδικό είδος της οικογένειας των Οπισθοκομιδών και συνατάται στη Νότια Αμερική. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι: Περιορισμένη πτητική ικανότητα, μεγάλο και ιδιόμορφο λοφίο, κούρνιασμα σε «θέση-στέρνου», εξαιρετικά εξειδικευμένο πεπτικό σύστημα, δυσάρεστη οσμή και παρουσία χαρακτηριστικών «νυχιών» στις πτέρυγες των νεοσσών και νεαρών πουλιών.
Εχει μήκος σώματος από 60 έως 65 εκατοστά και βάρος 800 γραμμάρια. Το χρώμα του πτερώματος στην άνω επιφάνεια του σώματος είναι χαλκοπράσινο-ελαιοπράσινο, με εμφανείς παλ-καφετί ραβδώσεις στον αυχένα και το άνω τμήμα της ράχης, ενώ τα καφετί καλυπτήρια των πτερύγων καταλήγουν σε 3 χαρακτηριστικές λευκές λωρίδες. Τα 10 πηδαλιώδη φτερά της ουράς είναι μακρά, σκούρα καφέ, αλλά με τα άκρα τους λευκωπά-κιτρινωπά. Τα πρωτεύοντα ερετικά είναι καστανόχρωμα, ενώ τα δευτερεύοντα είναι καφέ, όπως η ράχη και η ουρά. Ωστόσο, τα χρώματα αυτά αποκαλύπτονται μόνον όταν το πουλί ανοίξει τις πτέρυγές του. Ο λαιμός και το στήθος είναι καφέ-κιτρινωπά, αλλά σταδιακά γίνονται καφέ προς τους μηρούς και την κοιλιακή χώρα. Το ράμφος είναι σχετικά κοντό αλλά συμπαγές, πλευρικά συμπιεσμένο, μαύρο ή σκούρο ελαιόχρωμο. Οι ταρσοί φαίνονται ισχυροί, ενώ τα πόδια είναι μεγάλα και μαυριδερά.
Όμως, το πλέον ιδιαίτερο μορφολογικό χαρακτηριστικό του οασίν, είναι το ασυνήθιστο λοφίο του. Την περισσότερη ώρα, τα στενά και, κάπως άκαμπτα, ερυθροκίτρινα φτερά που το απαρτίζουν, παραμένουν διαχωρισμένα μεταξύ τους σε όρθια θέση, αλλά ελαφρά χαλαρωμένα. Το λοφίο, σε συνδυασμό με την κόκκινη-βυσινί (μαρόν) ίριδα και τις προεξέχουσες βλεφαρίδες των οφθαλμών, καθώς και μια μεγάλη, φωτεινή, μπλε γυμνή περιοφθάλμια περιοχή που εκτείνεται μέχρι το ράμφος και γύρω και πέρα από το αυτί, δίνουν στο πτηνό μια παράδοξη και κάπως «έκπληκτη» εμφάνιση. Σε αυτό συμβάλλει και η σκυφτή φιγούρα του πουλιού, όταν βγαίνει με εξαιρετικά επιφυλακτικό τρόπο από τις φυλλωσιές όπου παραμένει κρυμμένο.
Τα φύλα είναι παρόμοια, χωρίς να εμφανίζεται κάποιος φυλετικός διμορφισμός, αν και το λοφίο των θηλυκών είναι λίγο κοντύτερο. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τους ενήλικες.

Ανατομικά, η μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα του οασίν είναι ο ασυνήθιστα μεγάλος πρόλοβός του, πολύ μεγαλύτερος από το στομάχι του, και στον οποίο επεξεργάζεται μεγάλες ποσότητες φυτικής ύλης με τον τρόπο ενός μηρυκαστικού. Μαζί με το περιεχόμενό του, ο πρόλοβος μερικές φορές φθάνει έως και το 25% του συνολικού βάρους του πουλιού, επιβάλλοντας έτσι περιορισμούς στην συνολική ηθολογία του. Για να φιλοξενήσει αυτό το μεγάλο όγκο, το στέρνο μειώνεται σημαντικά, με συνέπεια τη συρρίκνωση των πτητικών μυών. Αυτός είναι και ο λόγος που, το οασίν, παρόλο που είναι ικανό να πετάει, περιορίζεται σε σύντομες, χαμηλές και «βαριές» πτήσεις, με χαρακτηριστικές εξάρσεις. Βέβαια, εάν παραστεί ανάγκη, το πουλί μπορεί να καλύψει μέχρι και 350 μέτρα σε ενιαία πτήση, αλλά τις περισσότερες φορές οι αποστάσεις είναι πολύ μικρότερες. Οι ταρσοί και τα πόδια του, κρέμονται συνήθως κάτω από το σώμα κατά τη διάρκεια αυτών των σύντομων, κάπως «βασανιστικών» πτήσεων.
Τα οασίνς μπορούν να αναρριχηθούν στα κλαδιά, αλλά το κάνουν αδέξια μέσα στην, συχνά πυκνή, βλάστηση του οικοτόπου τους. Κουρνιάζουν με συμβατικό τρόπο, αλλά ένα μεγάλο μέρος του χρόνου δαπανάται σε μιά ειδική στάση του σώματος, ενώ πραγματοποιείται η μακράς διάρκειας πέψη. Η συγκεκριμένη θέση ονομάζεται «θέση-στέρνου» (sternal perching). Συγκεκριμένα, το πουλί κουρνιάζει στηριζόμενο σε ένα σκληρό, ελλειπτικό και κεράτινο ύβωμα του δέρματος, το οποίο βρίσκεται πάνω από το πίσω άκρο του στέρνου.

Μόνο τα νεαρά άτομα φαίνεται να είναι σε θέση να κολυμπήσουν σωστά, και αυτό συμβαίνει σχεδόν αποκλειστικά, μόνο ως τακτική αποφυγής των θηρευτών τους. Αντίθετα, οι ενήλικες πολύ σπάνια μπαίνουν στο νερό και, όταν είναι εκεί, έχουν σχεδόν σίγουρα τρομοκρατηθεί από κάτι. Παρά το γεγονός ότι οι ταρσοί και τα πόδια τους φαίνονται καλά ανεπτυγμένα και ισχυρά, ούτε οι ενήλικες, ούτε τα νεαρά άτομα, περπατούν ή χοροπηδούν στο έδαφος. Φαίνεται ότι τα κάτω άκρα τους έχουν εξελιχθεί μόνο για να κρατούν το σώμα πάνω στα φυλλοφόρα κλαδιά, πάνω από το νερό.

Η ανατομία του πτηνού και η περιορισμένη μετακίνησή του, μπορεί να αποδοθεί στη διατροφή του, που είναι σχεδόν αποκλειστικά τα φύλλα. Οι ενήλικες, που είναι ουσιαστικά μη κολυμβητές, κακοί «αεροπόροι» και αδύναμοι αναρριχητές, έχουν εξαιρετικά περιορισμένες δυνατότητες σχετικά με τα συγγενικά τους είδη. Επίσης και η ηθολογία τους εξελίχθηκε πιθανώς ως αποτέλεσμα των μορφολογικών τους περιορισμών. Για παράδειγμα, επειδή περνούν τη ζωή τους μέσα στην πυκνή δενδρόβια βλάστηση, δείχνουν μια ασυνήθιστη ποσότητα σε φθαρμένα ή και σπασμένα φτερά. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην σοβαρή απολείανση της ουράς, όπου η μεγάλη, ωχροκίτρινη τερματική λωρίδα, παρουσιάζεται συχνά εξαιρετικά φθαρμένη ή ακόμη, μπορεί και να λείπει εντελώς. Η έκδυση των ενηλίκων πραγματοποιείται, όπως και στις περισσότερες κατηγορίες πτηνών, μετά από την εποχή αναπαραγωγής, και τοποθετείται στην πρώιμη περίοδο της ξηρασίας.
Λίγα πουλιά στον κόσμο έχουν την κακή φήμη του οασίν για τη δυσάρεστη οσμή που αναδίδει το σώμα τους. Στη Γουιάνα, το είδος ονομάζεται από τους ντόπιους «δύσοσμος φασιανός», αλλά και σε άλλες χώρες έχει ανάλογες λαϊκές ονομασίες (βλ. Ονοματολογία). Η μυρωδιά περιγράφεται ως 'αποφορά από κοπριά αγελάδας' και, θεωρείται ότι είναι το αποτέλεσμα της μακρόχρονης πεπτικής επεξεργασίας των φύλλων στον πρόλοβο του πτηνού. Ωστόσο, αρκετοί ερευνητές στη Βενεζουέλα αναφέρουν ελάχιστη ή καθόλου οσμή, που σημαίνει ότι μπορεί να είναι το αποτέλεσμα των διαφορετικών ειδών των φύλλων που καταναλώνονται εκεί.

Τα οασίνς είναι πολύ κοινωνικά σε όλες τις εποχές του έτους, και μερικές φορές μπορεί να δει κανείς σε ομάδες με πάνω από 40 άτομα. Δύο ενήλικες μπορεί να κουρνιάζουν μερικές φορές σε σωματική επαφή ο ένας με τον άλλον. Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής, τα πουλιά καταλαμβάνουν μικρές και «πυκνοκατοικημένες» αποκλειστικές περιοχές, αλλά και στούς ξηρούς, μη-αναπαραγωγικούς μήνες, ζουν σε μεγάλες, σφιχτοδομημένες ομάδες από 100 άτομα ή και περισσότερο.

Όταν βρέχει, πράγμα συχνό στα τροπικά δάση, τα οασίνς «παίρνουν το μπάνιο τους» με τις πτέρυγες απλωμένες και ανασηκωμένα τα φτερά της ράχης τους. Επίσης, συχνά ανεβαίνουν σε εκτεθειμένες στον ήλιο θέσεις, γυρίζουν τις ράχες τους προς τον ήλιο και κάνουν «ηλιόλουτρα» με ανοιγμένες τις πτέρυγες. Συχνά αυτο-καθαρίζονται (self preening), ενώ αντίθετα δεν έχει παρατηρηθεί, αλληλοκαθαρισμός (allopreening), είτε μεταξύ ενηλίκων, είτε μεταξύ ενηλίκων και των απογόνων τους, παρά το μεγάλο αριθμό αυγών από εκτοπαράσιτα που, συχνά, είναι σαφώς ορατά στα πρόσωπα και τα φτερά τους. Όταν δεν φωλιάζουν, τα οασίνς δαπανούν περίπου το 75% της ημέρας τους σε δύο μορφές κουρνιάσματος, το συμβατικό κούρνιασμα και την προαναφερθείσα «θέση-στέρνου».

Διατροφή: Παλαιότερα, πιστευόταν ότι το οασίν ήταν υποχρεωτικά φυλλοφάγο/φυλλοβόρο (folivore) είδος, και ότι έτρωγε μόνο τα φύλλα των φυτών της οικογένειας Araceae και των δένδρων του γένους Avicennia, που σχηματίζουν μανγκρόβια δάση στους τροπικούς και, συνεπώς, περιορίζονταν σε ποτάμιες περιοχές όπου αυτά τα φυτά φύονται. Η άποψη αυτή στηριζόταν στις αρχικές παρατηρήσεις των πτηνών, οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί στη βλάστηση δίπλα στα αλμυρά και υφάλμυρα νερά των ποταμών στις χώρες τις ΒΑ. Νότιας Αμερικής, κοντά στην ακτή του Ατλαντικού.
Σήμερα, είναι γνωστό ότι τρώνε περισσότερα από 50 είδη φυτών, και όχι μόνο τα φύλλα τους, αν και το μεγαλύτερο ποσοστό είναι το συγκεκριμένο τμήμα των φυτών. Επομένως, το είδος μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστικά φυτοφάγο και όχι αποκλειστικά φυλλοφάγο. Σε μια μελέτη στα Γιάνος (Llanos) της Βενεζουέλας, καταγράφηκε ότι, τα πουλιά της περιοχής έτρωγαν κατά ποσοστό, 82% φύλλα, 10% άνθη και 8% καρπούς. Ωστόσο, το συνηθισμένο διαιτολόγιό τους στην περιοχή αυτή αποτελείται από λιγότερα από 12 είδη φυτών, ενώ μερικά άτομα προτιμούν μόνο 4 ή 5 είδη, η κατανάλωση των οποίων αποτελεί τα 3/4 της διατροφής τους καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Είναι αξιοσημείωτο ότι, τρέφονται και με τα φύλλα κάποιων τροπικών δένδρων της οικογένειας Leguminosae, πολλά από τα οποία περιέχουν τοξικές χημικές ενώσεις (βλ. Σχέση με τον άνθρωπο). Επιπλέον, είναι και επιλεκτικά, διαλέγοντας τα νεαρά φύλλα, τους τρυφερούς βλαστούς και τα μπουμπούκια, τα οποία έχουν υψηλότερη σε περιεκτικότητα σε θρεπτικά συστατικά και νερό, καθώς και πιο εύκολο να υποστούν πέψη. Τα οασίνς πίνουν σπάνια, πιθανώς επειδή το 70% των φύλλων με τα οποία τρέφονται είναι νερό.
Υπάρχουν δύο μοναδικές αναφορές από κάποια άτομα που κατανάλωσαν ζωική ύλη, συγκεκριμένα μικρά ψάρια και καβούρια.
Οι κύριες περίοδοι ημερήσιας αναζήτησης τροφής είναι, νωρίς το πρωί και νωρίς το βράδυ, και διαρκούν συνήθως μία ή δύο ώρες. Τα πουλιά κινούνται γενικά, εντός ενός χώρου σε απόσταση περίπου 50 μ. από ένα χείμαρρο. Περνούν τα ζεστά μεσημέρια, κουρνιάζοντας σε «θέση-στέρνου» (βλ. Ηθολογία) στη σκιά, αφομοιώνοντας την φυτική ύλη στον πρόλοβό τους. Τις νύχτες που έχει φεγγάρι, συνήθως αρθρώνουν καλέσματα και «ταξιδεύουν» μέχρι 300 μ. από την περιοχή τους, προκειμένου να τραφούν και, όλα τα πουλιά μιας ομάδας, με εξαίρεση τα άτομα που επωάζουν ή ανατρέφουν μικρά, σιτίζονται κοντά το ένα με το άλλο.
Κατάσταση πληθυσμού Προς το παρόν, τα φυσικά ενδιαιτήματα του οασίν εξακολουθούν να καλύπτουν μια τεράστια περιοχή της Νότιας Αμερικής, έτσι ώστε ο συνολικός πληθυσμός είναι πιθανώς ακόμα μεγάλος, και τα είδος σχετικά ασφαλές, τουλάχιστον προς το παρόν. Ωστόσο, οι μελλοντικές εξελίξεις θα απαιτούν στενή παρακολούθηση της κατάστασης.
Η πιο σοβαρή απειλή για το είδος είναι η ταχεία και μόνιμη μετατροπή των ενδιαιτημάτων του σε γεωργικές καλλιέργεις, συνήθως ρυζιού. Αυτό έχει ήδη συμβεί στη Γουιάνα, το Σουρινάμ και τη Βενεζουέλα, ενώ στη Βραζιλία δεν απαντάται πλέον κοντά σε πόλεις.Τα σχέδια για την φραγμάτωση και διευθέτηση των ποταμών σε κανάλια στα Llanos της Βενεζουέλας, εάν προχωρήσουν, θα επηρεάσουν σοβαρά το είδος στην εν λόγω ζώνη. Γενικά, και στις 9 χώρες που φιλοξενούν το οασίν, υπάρχουν ισχυρές πιέσεις που προέρχονται από προτάσεις που πιέζουν για την «ανάκτηση» των «άχρηστων» εδαφών, στο όνομα της προόδου, και για να φιλοξενήσουν τον ολοένα αυξανόμενο ανθρώπινο πληθυσμό. Το είδος, όπως προαναφέρθηκε, δεν κινδυνεύει επί του παρόντος άμεσα, γι αυτό και η IUCN το κατατάσσει στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).
Ίσως, το πλέον «παράδοξο» ανατομικό χαρακτηριστικό του οασίν, είναι η παρουσία ιδιόμορφων «νυχιών» (claws) πάνω στις πτέρυγες των νεοσσών και των νεαρότερων ατόμων. Οι συγκεκριμένοι, κερατινοειδούς υφής, υβωτοί σχηματισμοί, είναι μικροί και με στρογγυλεμένα άγκιστρα. Αναπτύσσονται στις ονυχοφόρες φάλαγγες του 2ου και του 3ου «δακτύλων», αν και ορισμένοι ερευνητές, χρησιμοποιώντας παλαιότερα συστήματα αρίθμησης, αναφέρουν ότι τα «νύχια» είναι στις θέσεις του 1ου και 2ου «δακτύλων». Οι σχηματισμοί αυτοί παραμένουν στα νεαρά πουλιά μέχρι την ηλικία των 70-100 ημερών, περίπου, οπότε αποπίπτουν, αλλά σε ορισμένα άτομα έχει βρεθεί ότι μπορεί να αναγεννηθούν αργότερα. Οκτώ από εικοσιτέσσερις ενήλικες είχαν «νύχια» μη λειτουργικά, επικαλυμμένα με τύλους (κάλους).

Πηγή: Βικιπαίδεια

Ετικέτες: Εξωτικά, Οικογένεια, Πουλιά

Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Οπισθόκομος

Back To Top