Αλκα (Alca)
Γένος Χαραδριόμορφων πτηνών, της οικογένειας των Αλκιδών. Μετά την εξάλειψη της (Alca impennis, παλιότερα Pinguinus impennis) τον 19ο αιώνα, υπάρχει μόνο ένα είδος (Alca torda) με δύο υποείδη, τα οποία διαφέρουν ελαφρά ως προς το μέγεθος, αλλά και γενετικά είναι λίγο διαφοροποιημένα. Πρόκειται για μεγαλόσωμα πτηνά με μεγάλο, ωοειδές κεφάλι και κοντό λαιμό. Το ράμφος τους είναι μακρύ, πλευρικά συμπιεσμένο και καλύπτεται από φτέρωμα μέχρι τα ρουθούνια και φέρει πλευρικές αυλακώσεις. Οι πτέρυγές τους είναι κοντές, στενές και οξύληκτες, ενώ η ουρά τους, επίσης κοντή και καλυμμένη με στρώμα κηρού, φέρει 12-14 φτερά. Το φτέρωμά τους είναι μαλακό και σκούρου καστανού ή μαύρου χρώματος στο κεφάλι, στον λαιμό, στα πόδια και στη ράχη· κοιλιακά και κάτω από τις πτέρυγες είναι λευκό. Τα είδη του γένους μοιάζουν με πιγκουίνους, από τους οποίους όμως διαφέρουν ουσιαστικά (για παράδειγμα, στην πτητική ικανότητα).Οικογένεια Αλκίδες (Alcidae) | Γένος: Αλκα (Alca) 1 είδος.
Τα ενήλικα πουλιά έχουν μήκος από 38 έως 43 εκατοστά και άνοιγμα φτερών από 60 έως 69 εκατοστά. Ζυγίζουν από 600 έως 800 γραμμάρια. Ο φυλετικός διμορφισμός δεν είναι ιδιαίτερα έντονος. Στο φτέρωμα αναπαραγωγής η πλάτη και το κεφάλι είναι μαύρα, ενώ η κοιλιά και το κάτω μέρος των φτερών άσπρο. Μια λεπτή λευκή γραμμή διατρέχει από το μάτι προς το ράμφος. Το ράμφος είναι μαύρο με μια λευκή κάθετη γραμμή λίγο πριν από τα ρουθούνια. Το κανονικό φτέρωμα είναι σχεδόν ίδιο, μόνο ο λαιμός, οι πλευρές του λαιμού και του προσώπου πίσω από τα μάτια είναι λευκά. Οι λευκές γραμμές στο κεφάλι και το ράμφος είναι λιγότερο αισθητά ή και εντελώς απούσα.
Η περιοχή αναπαραγωγής είναι οι αρκτικές θάλασσες στο βόρειο Ατλαντικό, το 65 έως 70% του παγκόσμιου πληθυσμού αναπαράγεται στην Ισλανδία. Ένας άλλος μικρότερος πληθυσμός περίπου 20% αναπαράγεται στα βρετανικά νησιά και το υπόλοιπο 10% περίπου σε μικρές αποικίες, κυρίως στον Καναδά και τη Νορβηγία. Πολύ σπάνια νοτιότερα στην Ευρώπη στα ανοικτά των ακτών της βόρειας Γαλλίας και στην Αμερική στην πολιτεία του Μέιν.
Κατά τη χειμερινή περίοδο, ο ευρωπαϊκός πληθυσμός μεταναστεύει στη δυτική Μεσόγειο και ο αμερικάνικος πληθυσμός στη Νέα Γη και Νέα Αγγλία. Από τον Μάρτιο επιστρέφουν στους τόπους αναπαραγωγής τους.
συχνά σχηματίζουν μεγάλες αποικίες μαζί με άλλα πουλιά της οικογένειας των Αλκιδών. Φτιάχνουν τις φωλιές σε βραχώδες ακτές, συνήθως ανάμεσα από πέτρες. Η απόσταση από την πλησιέστερη φωλιά είναι συνήθως το μήκος ενός πουλιού. Το θηλυκό γεννά συνήθως ένα μεγάλο αυγό που ζυγίζει περίπου 90 γραμμάρια, το χρώμα είναι συνήθως άσπρο, σπανιότερα καφετί ή πρασινωπό με μαύρες κηλίδες και γραμμές. Η περίοδος επώασης διαρκεί από 28 έως 43 ημέρες και επηρεάζεται έντονα από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Οι νεοσσοί εγκαταλείπουν τη φωλιά μετά από κατά μέσο όρο 17-18 ημέρες, γίνεται με άλμα από τη φωλιά συνήθως απευθείας στη θάλλασα ή στο έδαφος υποβοηθούμενα συνήθως από τα αρσενικά.
Μοναδικός επιζών αντιπρόσωπος του γένους είναι το είδος Alca torda, το οποίο έχει συνολικό μήκος σχεδόν 50 εκ., μακρύ, πεπλατυσμένο και αιχμηρό στα άκρα του ράμφος, κοντές πτέρυγες και ουρά. Τα πόδια του, που είναι επίσης κοντά, φέρουν τρία δάχτυλα, τα οποία συνδέονται με μεμβράνη. Πραγματοποιεί χαμηλές πτήσεις με μεγάλη ταχύτητα και είναι δεινός κολυμβητής. Τρέφεται με ψάρια, καρκινοειδή και μαλάκια. Το θηλυκό γεννά μόνο ένα αβγό, για την επώαση του οποίου φροντίζουν τόσο το θηλυκό όσο και το αρσενικό επί έναν μήνα. Συναντάται στις υποαρκτικές περιοχές του Ατλαντικού ωκεανού, ενώ στις αρχές του χειμώνα μεταναστεύει σε θερμότερες ζώνες. Οι Εσκιμώοι το κυνηγούν για το νόστιμο κρέας του.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός κατά την έναρξη του 21ου αιώνα, υπολογίζεται από 0,6 έως 1,0 εκατομμύρια ζεύγη αναπαραγωγής. Ο Ευρωπαϊκός πληθυσμός αναπαραγωγής περίπου 430.000 έως 770.000 ζευγάρια. Οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί βρίσκονται στην Ισλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Επίσης σημαντικές αποικίες με περισσότερα από 10.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια, είναι στην Ιρλανδία, τη Νορβηγία και στη Σουηδία.
Αλκα η άπτερη (Alca impennis)
Ένα άλλο είδος, που έχει εκλείψει από τον περασμένο αιώνα εξαιτίας του εντατικού κυνηγιού, είναι το Alca impennis, ύψους 1 μ., το οποίο ζούσε στις βόρειες πολικές περιοχές, κυρίως στην Ισλανδία και στη χερσόνησο του Λαμπραντόρ. Το κυνηγούσαν οι ψαράδες για το κρέας του καθώς και για τα αβγά του. Το έπιαναν εύκολα, γιατί με τις κοντές φτερούγες του δεν μπορούσε να πετάξει. Η ά. δεν πρέπει να συγχέεται με τους πιγκουίνους ούτε και με την άλκα τόρδα (Alca torda) και τους μέργουλους. Ονομάζεται επιστημονικά Αλκα η άπτερη.
Ένα άλλο είδος, που έχει εκλείψει από τον περασμένο αιώνα εξαιτίας του εντατικού κυνηγιού, είναι το Alca impennis, ύψους 1 μ., το οποίο ζούσε στις βόρειες πολικές περιοχές, κυρίως στην Ισλανδία και στη χερσόνησο του Λαμπραντόρ. Το κυνηγούσαν οι ψαράδες για το κρέας του καθώς και για τα αβγά του. Το έπιαναν εύκολα, γιατί με τις κοντές φτερούγες του δεν μπορούσε να πετάξει. Η ά. δεν πρέπει να συγχέεται με τους πιγκουίνους ούτε και με την άλκα τόρδα (Alca torda) και τους μέργουλους. Ονομάζεται επιστημονικά Αλκα η άπτερη.