Ψευταηδόνι, Τσέτια η κοινή (Cettia cetti)
Το Ψευταηδόνι είναι ένα μικρό εντομοφάγο ωδικό πουλί που ανήκει στην οικογένεια Συλβιίδες (Sylviidae). Σύμφωνα με πρόσφατες αναλύσεις του DNA το είδος ταξινομείται στο γένος Cettia της οικογένειας Cettiidae με προς το παρόν 38 συνολικά είδη. Το Ψευταηδόνι έχει μήκος 13-14 εκατοστά. Σύμφωνα με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του, μπορεί εύκολα να μπερδευτεί με τον Καλαμοτριλιστή (Locustella luscinoides) ο οποίος έχει πιό μικρό και συμπαγή λαιμό από αυτό. Η ουρά του είναι σχετικά πλατιά και οι φτερούγες είναι έντονα στρογγυλεμένες. Το πάνω μέρος είναι κόκκινο-καφέ έως καφετί, το κάτω υπόλευκο με καφετί αποχρώσεις στα πλευρά και στην κοιλιά, η λωρίδα των ματιών είναι στενή και πιο μακριά από τον Καλαμοτριλιστή. Και τα δύο φύλα εξωτερικά είναι πανομοιότυπα. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το μελωδικό του κελάηδημα και η συνεχής και αδιάκοπη κίνησή του, που καθιστούν σχετικά δύσκολη την παρατήρησή του.Οικογένεια: Συλβιίδες (Sylviidae)? | Γένος: Cettia
Διανομή και ενδιαίτημα: Το Ψευταηδόνι είναι ενδημικό πουλί στη Μεσόγειο. Συναντάται στο Μαρόκο, στην Ισπανία, τη νότια Γαλλία, την Ιταλία, την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία το βόρειο Ιράν και το βόρειο Αφγανιστάν και φτάνει στην κεντρική Ασία μέχρι το Καζακστάν. Στην περιοχή του Καυκάσου αναπαράγονται μόνο και το χειμώνα μεταναστεύουν νοτιότερα.
Το Ψευταηδόνι προτιμά ενδιαιτήματα με πυκνούς θάμνους κοντά σε νερό με βλάστηση από πυκνούς θάμνους, καλάμια, ιτιές, μπαμπού, πάπυρους, βάτους και τσουκνίδες. Παρά το γεγονός ότι παραμένει στην Ελλάδα όλο το χρόνο, παρατηρείται κυρίως το χειμώνα. Με την πτώση των φύλλων γίνεται πιο εύκολα ορατό και συνήθως εντοπίζεται σε θάμνους γύρω από τις λίμνες και τα ρέματα. Την καλοκαιρινή περίοδο είναι κρυμμένο μέσα σε θάμνους περιοχών με υγρό στοιχείο.
Διατροφή: Τρέφονται κυρίως με έντομα και τις προνύμφες τους, αρθρόποδα, μαλάκια και άλλα μικρά ασπόνδυλα, αλλά και περιστασιακά και με σπόρους διάφορων φυτών. Αν και σπάνια εγκαταλείπουν την ασφάλεια της πυκνής βλάστησης κατά μήκος των ρεμάτων και τάφρων, μπορεί να τα συναντήσουμε σπανιότερα να αναζητούν τροφή σε χαμηλούς θάμνους στο έδαφος.
Αναπαραγωγή: Στην Ευρώπη συνήθως αναπαράγεται δύο φορές, μία στα μέσα Απριλίου και η δεύτερη τον Ιούνιο. Το θηλυκό χτίζει μια κυπελλοειδή φωλιά με εξωτερική διάμετρο περίπου 9 εκατοστά και 7 έως 13 εκατοστά ύψος σε θάμνους κυρίως σε λιγότερο από μισό μέτρο ύψος πάνω από το έδαφος σε περιοχές κοντά στο νερό. Το θηλυκό γεννά από τρία έως πέντε οβάλ αυγά, σκούρο πορτοκαλί έως καφέ-κοκκινωπά αυγά τα οποία επωάζει περίπου 13 έως 17 ημέρες. Το αρσενικό συμμετέχει μόνο στη διατροφή των νεοσσών. Οι νεοσσοί μπορούν να πετάξουν μετά από 14-16 ημέρες.
Διάφορα:
Παρά το γεγονός ότι είναι ενδημικά πουλιά στην Ευρώπη, δεν υπάρχει επέκταση των περιοχών διανομής πρός την κεντρική Ευρώπη. Παλιότερα παρατηρήθηκαν μεμονωμένες μετακινήσεις από το νότο της Γαλλίας πρός βορρειότερα. Συγκεκριμένα το 1973 παρατηρήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο ο πρώτος πληθυσμός αναπαραγωγής, το 1975 στη Γερμανία και στην Ελβετία. Το 1977 στην Ολλανδία παρατηρήθηκαν 60 αναπαραγωγικά ζευγάρια και στη συνέχεια έως το 1983 κάθε χρόνο 10 έως 20 ζευγάρια αναπαραγωγής. Στην πορεία όλοι οι παραπάνω πληθυσμοί εξαφανίστηκαν πάλι!
Καθεστώς προστασίας:
Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.
Παρά το γεγονός ότι είναι ενδημικά πουλιά στην Ευρώπη, δεν υπάρχει επέκταση των περιοχών διανομής πρός την κεντρική Ευρώπη. Παλιότερα παρατηρήθηκαν μεμονωμένες μετακινήσεις από το νότο της Γαλλίας πρός βορρειότερα. Συγκεκριμένα το 1973 παρατηρήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο ο πρώτος πληθυσμός αναπαραγωγής, το 1975 στη Γερμανία και στην Ελβετία. Το 1977 στην Ολλανδία παρατηρήθηκαν 60 αναπαραγωγικά ζευγάρια και στη συνέχεια έως το 1983 κάθε χρόνο 10 έως 20 ζευγάρια αναπαραγωγής. Στην πορεία όλοι οι παραπάνω πληθυσμοί εξαφανίστηκαν πάλι!
Καθεστώς προστασίας:
Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.