Κοκκινοκώλης, Καρβουνιάρης (Phoenicurus ochruros)
Ο Καρβουνιάρης είναι ένα μικρόσωμο πουλί της οικογένειας Μυγοθηρίδες (Muscicapidae), στενός συγγενής με τον κοκκινολαίμη, το αηδόνι, τον φοινίκουρο και άλλα στρουθιόμορφα πουλιά που διαθέτουν πολύ εξελιγμένο κελάηδημα. Η λατινική του ονομασία είναι Phoenicurus ochruros, ενώ η Ευρωπαική του ονομασία είναι Black Redstart.Στην πατρίδα μας τον γνωρίζουν ως Κοκκινούρη ή Κοκκινοκώλη. Το όνομά του προέρχεται από τον χρωματισμό του φτερώματος της ουράς του. Και τα δύο φύλα διακρίνονται για το αδιάκοπο τρεμούλιασμα της ξανθοκόκκινης ουράς. Παρόμοιοα ουρά και συνήθεια έχει ο Καρβουνιάρης (Phoenicurus ochruros) και ο Πετροκότσυφας (Monticola saxatilis).
Please install Adobe Flash Player
Οικογένεια: Μυγοθηρίδες (Muscicapidae) | Γένος: Καρβουνιάρηδες (Phoenicurus)
Στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία ζει ξεχωριστή φυλή του Κοκκινούρη Common Redstart (Samamisicus) που εκτός από πιο σκούρα ράχη, έχει λευκά σημάδια στις φτερούγες και λίγο πιο διαφορετικό τραγούδι.
Είναι ένα μικρό και ζωηρό, ενδημικό, ωδικό πουλί που το μέγεθός του κυμαίνεται από 13- 14,5 εκατοστά και συναντάται πολύ συχνά σε πολλές περιοχές της Ελλάδας ιδίως τους χειμερινούς μήνες. Επίσης συναντάται σε όλη την Μεσόγειο, αλλά και στην Βορειοδυτική Ευρώπη, καθώς επίσης και στην Τουρκία, τα παράλια της Βορείου Αφρικής και στη Μέση Ανατολή.
Ζει και αναπαράγεται όχι μόνο σε ορεινές πλαγιές, σε θαμνώδεις εκτάσεις, σε ελαιώνες και σε ακτές, αλλά συναντάται ευρύτατα και σε αστικές περιοχές, πόλεις, λιμάνια, αρχαιολογικούς χώρους, όπου και επιλέγει να φωλιάζει σε εσοχές ή τρύπες βράχων και κτιρίων.
Ο Καρβουνιάρης αν και ντροπαλό πουλί, πετάει αδιάκοπα ή κινείται με νευρικότητα πεταρίζοντας χαρακτηριστικά την ουρά του, ενώ άλλες φορές στέκεται όρθιος πραγματοποιώντας σύντομες επισκέψεις στο έδαφος.
Το γκριζόμαυρο χρώμα που καλύπτει όλο το φτέρωμά του, έρχεται σε αντίθεση με την ξανθοκόκκινη ουρά του. Το υπογάστριο, τα άνω και κάτω καλυπτήρια ουράς διαθέτουν χαρακτηριστικό κανελοκόκκινο χρώμα με ποσοστά που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία του πουλιού. Διακρίνεται από το πολύ έντονο λευκό μπάλωμα στην φτερούγα. Και τα δύο φύλλα έχουν σκοτεινόχρωμα πόδια και πολύ μυτερό ράμφος. Τα θηλυκά αλλά και τα ανήλικα του είδους έχουν γκριζοκάστανο χρωματισμό στο φτέρωμά τους χωρίς την λευκή ρίγα στην φτερούγα, με κοκκινοκανελί υπογάστριο και ουρά.
Θα τον δούμε να επιλέγει ψηλά κλαριά δέντρων από όπου και ακούμε το δυνατό κελάηδημά του. Η αναπαραγωγική περίοδο αρχίζει τους ανοιξιάτικους μήνες, κατά την διάρκεια της οποίας γεννάει 2 φορές, από 4-6 αυγά κάθε φορά. Η θηλυκιά κλωσάει για 12-13 ημέρες τα αυγά και μετά την εκκόλαψη των νεοσσών και οι δυο γονείς φροντίζουν εξ ίσου για την ανάπτυξή τους. Οι νεοσσοί απογαλακτίζονται μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα 16-18 ημερών όπου και σύντομα εγκαταλείπουν τη φωλιά.
Πολύ συχνά θα τους δούμε να περιφέρονται στο έδαφος ψάχνοντας για αράχνες, σκουλήκια, έντομα που εκτός από τους σπόρους και τους καρπούς αποτελούν βασικό κομμάτι της διατροφής τους.