Χιονογερακίνα

Χιονογερακίνα, Αρκτικοβαρβακίνα, Τριόρχης ο λαγόπους (Buteo lagopus) Βουφάγος

H Χιονογερακίνα είναι είδος ημερόβιου αρπακτικού πτηνού που απαντάται στον ελλαδικό χώρο, ένα από τα μέλη της ομάδας των γερακινών. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Buteo lagopus και περιλαμβάνει 4 υποείδη. Στην Ελλάδα απαντώνται τα υποείδη B. l. menzbieri, και B. l. lagopus που έρχονται στη χώρα για να διαχειμάσουν. Η Χιονογερακίνα εμφανίζεται σε δύο χρωματικές φάσεις (colour phases), μία ανοιχτόχρωμη και μία σκουρόχρωμη, με ενδιάμεσες μεταβατικές μορφές, αλλά δεν εμφανίζει τη «χαοτική» χρωματική ποικιλομορφία της Γερακίνας.
Το πάνω μέρος είναι κανελί καφέ, περισσότερο ή λιγότερο ομοιόμορφο σε όλες τις φάσεις, ένα χρώμα που είναι σπάνιο στις γερακίνες. Η ουρά είναι ανοιχτόχρωμη ή και λευκή στα ενήλικα πουλιά, με ευδιάκριτη μαύρη τελική λωρίδα, εντονότερη στα αρσενικά σε κάποιες περιπτώσεις. Η ανοιχτόχρωμη φάση περιλαμβάνει άτομα, μέχρι και εντελώς λευκά, συνήθως όμως έχουν χρώμα ανοικτό καφέ έως ανοικτό γκρι. Η κορυφή του κεφαλιού και η περιοχή του αυτιού είναι λίγο πιο φωτεινές, σε γενικές γραμμές. Το ράμφος είναι μάλλον μικρό, ενώ από την άκρη του ματιού, ξεκινάει μια σκοτεινή στενή λωρίδα που φθάνει στη κίτρινη βάση του ράμφους. Το κάτω μέρος του σώματος είναι στιγματισμένο με διάφορες αποχρώσεις του καφέ και του γκρι, ενώ μαύρες επιμήκεις λωρίδες μπορούν να διασπείρονται σε όλη την επιφάνεια. Η κοιλιακή χώρα είναι πάντoτε, σχεδόν μαύρη, ενώ ο λαιμός και το στήθος είναι πολύ πιο φωτεινά. Οι ταρσοί είναι φτερωμένοι μέχρι τα δάκτυλα, αλλά αυτό το διακριτικό είναι αναγνωρίσιμο μόνον από μικρή απόσταση. Τα φτερά στα πόδια είναι ανοιχτά γκρι ή και λευκά, με σκούρα καφέ σχέδια. Όπως και η Γερακίνα, έχει κίτρινα δάκτυλα ενώ τα νύχια είναι μαύρα.

Ιερακόμορφα (Falconiformes) | Αετίδαι, (Accipitridae) | Αετίνες (Accipitrinae)





Τα δύο φύλα δεν παρουσιάζουν σημαντικό σεξουαλικό διμορφισμό, έτσι, δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωρίσουν μεταξύ τους. Τα θηλυκά είναι ελαφρώς μεγαλύτερα από τα αρσενικά και έως 20% βαρύτερα. Ο χρωματισμός στο φτέρωμα τους είναι, ιδιαίτερα στο κεφάλι και το στήθος, λίγο ανοικτότερος από εκείνον των αρσενικών. Η ουρά των θηλυκών φέρει συνήθως μία μόνο τελική σκούρα λωρίδα, αντί για δύο έως τρεις μικρότερες που μπορεί να δει κανείς στα αρσενικά. Γενικά, η Χιονογερακίνα είναι ελαφρώς μεγαλύτερη από την Γερακίνα (Buteo buteo) και ελαφρώς μικρότερη από την Αετογερακίνα.
Μήκος σώματος: (46-)51 έως 59(-64) εκατοστά. Άνοιγμα πτερύγων: (126-)132 έως 153(-156) εκατοστά. Βάρος: Από 600- 1600 γραμμάρια, με τα θηλυκά περίπου 20% βαρύτερα.

Η Χιονογερακίνα, κατά την πτήση, έχει μάλλον τις «βαριές» κινήσεις ενός αετού, παρά μιας τυπικής γερακίνας. Πετάει με αργά, σταθερά και βαθιά φτερουγίσματα, ενώ γυροπετάει (soaring) συχνά. Όταν αερολισθαίνει (gliding), διατηρεί τις φτερούγες με κάποια κλίση προς τα πάνω, στο ύψος των καρπικών αρθρώσεων, ενώ ταυτόχρονα κρατάει τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά με ελαφρά κλίση προς τα κάτω. Αυτό είναι ένα διακριτικό γνώρισμα της πτήσης, που απαιτεί εμπειρία στην παρατήρηση πεδίου. Το κύριο, όμως, χαρακτηριστικό της είναι ότι φτερουγίζει επί τόπου με κρεμασμένα τα πόδια (hovering) συχνά, πολύ συχνότερα από τη Γερακίνα και την Αετογερακίνα, πράγμα που βοθάει πολύ στην αναγνώρισή της. Τέλος, συστρέφει αρκετά συχνά και την ουρά της, δίνοντας την εντύπωση ενός Τσίφτη ή ενός Ψαλιδιάρη.
Οι μέθοδοι που ακολουθούν οι χιονογερακίνες ποικίλλουν, αλλά επικρατεί εκείνη από ακίνητη θέση (στάση). Όταν το θήραμα επισημανθεί, συνήθως ακολουθείται από μια σύντομη πτήση κοντά στο έδαφος, με την τελευταία φάση να είναι συνήθως μια αερολίσθηση (glide). Η λεία θανατώνεται πάντα στο έδαφος, είτε με τους γαμψώνυχες, είτε σπανιότερα με ραμφισμούς. Πολύ σπάνια ένα επιτυχημένο χτύπημα του θηράματος παρατηρείται εν πτήσει, διότι η Χιονογερακίνα αδυνατεί να αιφνιδιάσει το θήραμα, γι αυτό και όταν το καταδιώξει στον αέρα, αυτό γίνεται για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Με ευνοϊκές συνθήκες, ιδιαίτερα όταν επικρατούν δυνατοί άνεμοι, η Χιονογερακίνα κυνηγάει με τη μέθοδο της εν στάσει πτήσης (hovering), περίπου από 20 έως 50 μέτρα ύψος. Τέλος, έχει παρατηρηθεί να κινείται πάνω από το νερό, κάτι που θυμίζει έντονα τον Ψαραετό (Pandion haliaetus).

Διατροφή: Η κύρια τροφή της Χιονογερακίνας είναι τα μικρά και θηλαστικά, που αποτελούν το 62%-98% της διατροφής της. Τυπικά θηράματα είναι τα λέμινγκς (Lemmus sp.) και οι χωραφοπόντικες (voles) (Microtus sp., Clethrionomys sp.) που, εποχιακά, αποτελούν μέχρι το 80-90% της λείας , αλλά αυτό ποικίλλει ανάλογα με την εποχιακή διαθεσιμότητα. Η δίαιτα συμπληρώνεται επίσης με αρουραίους, και έντομα. Τα πουλιά, είναι επίσης λεία για τις χιονογερακίνες, με τα περισσότερα είδη να είναι μικρά στρουθιόμορφα (σπίνοι, σπουργίτια). Ωστόσο, επιτίθενται και σε πουλιά ελαφρώς μεγαλύτερα, ιδιαίτερα σε λαγόποδες, πέρδικες καθώς και σε υδρόβια πτηνά, ή γλαυκόμορφα. Στοχεύουν συνήθως νέα και μη πεπειραμένα θηράματα, συχνά μάλιστα τα αρπάζουν όταν είναι ακόμη νεοσσοί.
Όταν τα μικρά θηλαστικά είναι λιγοστά, η Χιονογερακίνα στρέφεται επίσης σε μεγαλύτερα, μεσαίου μεγέθους θηλαστικά, που συμπεριλαμβάνουν κυνόμεις, σκίουρους εδάφους, μοσχόμυες και νυφίτσες. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, η παρουσία οικοτόπων με θάμνους στη στέπα φαίνεται να ενθαρρύνει την ισχυρή εξάρτηση από τα λαγόμορφα (Lepus sp.). Στις ανεπτυγμένες περιοχές της Αγγλίας, έχουν καταγραφεί να καιροφυλακτούν πιο τακτικά, για σχετικά μεγάλα θηράματα όπως περιστέρια και κουνέλια.
Τέλος, περιστασιακά, γίνεται συμπλήρωση της διατροφής τους με θνησιμαία, εστιάζοντας κυρίως στα μικρά σπονδυλωτά. Αρκετές φορές κλέβουν τη λεία από άλλα άτομα του ίδιου είδους, καθώς και από γεράκια ή κορακοειδή. Η ποσότητα της απαιτουμένης καθημερινής τροφής είναι 80-120 γραμμάρια, περίπου. Μελέτες δείχνουν ότι αυτά τα πτηνά είναι σε θέση να βλέπουν τα ίχνη από τα ούρα των θηραμάτων (κυρίως τρωκτικών), που είναι ορατά μόνο στο υπεριώδες φάσμα.

Αναπαραγωγή: Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται σε ηλικία περίπου δύο ετών. Η περίοδος αναπαραγωγής είναι το Μάιο, αλλά μπορεί να ποικίλλει, ανάλογα με τον χρόνο άφιξης στις περιοχές φωλιάσματος, και να ξεκινάει από τα τέλη Απριλίου στα νότια, μεχρι τον Ιούνιο στα βόρεια. Οι χιονογερακίνες πιστεύεται ότι είναι μονογαμικές, με το ζευγάρωμα με ένα μόνο άτομο να κρατάει για πολλά χρόνια. Το φώλιασμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αφθονία της διαθέσιμης τροφής και υπάρχουν περιπτώσεις που, έχει εγκαταλειφθεί εντελώς σε πολύ δύσκολες καιρικές συνθήκες. Οι φωλιές κατασκευάζονται αμέσως μετά την άφιξη στους τόπους αναπαραγωγής και απαιτούν 3-4 εβδομάδες για να ολοκληρωθούν. Χοντρά κλαδιά, βρύα, μαλλί και παλιά φτερά χρησιμοποιούνται ως οικοδομικά υλικά, που τα αξιοποιούν και τα δύο φύλα, αλλά τα προμηθεύει μόνο το αρσενικό. Οι φωλιές, μικρότερες από εκείνες της Γερακίνας, έχουν 60-90 εκατοστά διάμετρο και 25-60 εκ. ύψος, αλλά οι επαναχρησιμοποιημένες μπορεί να φθάσουν και τα 150 εκ. σε διάμετρο. Ορθοπλαγιές και βραχώδεις προεξοχές (γείσα) προτιμώνται ως θέσεις φωλιάσματος, αλλά, σε δασώδεις περιοχές, μπορεί να είναι και δένδρα. Στα αρκτικά νησιά και στην τούνδρα το φώλιασμα γίνεται σε βράχια, είτε ακόμη και σε υπερυψωμένες θέσεις στο έδαφος, ενώ σε περιοχές με ποτάμια γίνεται στις κάθετες όχθες. Η γέννα αποτελείται από 2-3 αυγά, αλλά σε δύσκολες εποχές, εναποτίθεται μόνον ένα, ενώ αντίθετα, σε εποχές με αφθονία στα λέμινγκς έχουν παρατηρηθεί και 5-7 αυγά. Η επώαση ξεκινάει από το πρώτο αυγό και πραγματοποιείται είτε και από τα δύο φύλα, είτε συνηθέστερα μόνον από το θηλυκό, και διαρκεί 28-31 ημέρες (σε δύσκολες καιρικές συνθήκες επεκτείνεται στις 37 ημέρες). Τη σίτιση αναλαμβάνει αποκλειστικά το θηλυκό, ενώ το αρσενικό προμηθεύει την τροφή. Κατόπιν, το θηλυκό μένει κοντά στη φωλιά, αλλά δεν κυνηγάει μέχρις ότου τα μικρά να αποκτήσουν το πρώτο τους φτέρωμα, στις 12 ημέρες περίπου. Οι νεοσσοί διαφέρουν σε μέγεθος και, ο μικρότερος μπορεί να θανατωθεί και να φαγωθεί, όταν είναι 2 εβδομάδων περίπου. Αντίθετα, σε εποχές με αφθονία σε λέμινγκς, μπορεί να επιβιώσουν μέχρι και 7 νεοσσοί. Τα νεαρά πουλιά πετάνε στις 40-42 ημέρες περίπου.

Κατάσταση πληθυσμού: Οι χιονογερακίνες που επιβιώνουν μέχρι την ενηλικίωση μπορεί να ζήσουν μέχρι και 19 χρόνια στην άγρια φύση. Ωστόσο, η πλειοψηφία των ατόμων στην άγρια φύση δεν επιβιώνει μετά από τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής τους. Οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα νεαρά πτηνά περιλαμβάνουν την ασιτία, όταν τα θηράματα δεν είναι πολλά, το υπερβολικό ψύχος, όταν οι συνθήκες στα βόρεια κλίματα είναι ιδιαίτερα σκληρές, ο ανθρώπινος παράγοντας και η θήρευση από διάφορα άλλα αρπακτικά. Βέβαια, οι πιθανότητες επιβίωσης εμφανίζουν οριακή αύξηση, όταν οι νεοσσοί είναι σε θέση να αρχίσουν το κυνήγι για τον εαυτό τους. Ο θάνατος πολλών ατόμων, είναι συχνά αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας, μεταξύ των οποίων συγκρούσεις με τους πυλώνες γραμμών ηλεκτρικού ρεύματος και με διάφορα οχήματα, η κατάποση δηλητηριασμένων δολωμάτων και μολύβδου από τα σκάγια των κυνηγών ή το παράνομο κυνήγι και οι παγίδες. Οι περισσότεροι θηρευτές που καταγράφονται, επιτίθενται κυρίως στη φωλιά. Αρκτικές αλεπούδες, αρκούδες και αδηφάγοι μπορούν να φάνε όλα τα αυγά και τα μικρά αυτού του είδους, αν έχουν πρόσβαση στις φωλιές. Το ίδιο ισχύει και για τις επιθέσεις από άλλα αρπακτικά πτηνά, ιδιαίτερα από κοράκια, που εύκολα λεηλατούν τις φωλιές. Οι ενήλικες, παρόλο που είναι μεγάλα πουλιά και έχουν λιγότερους φυσικούς θηρευτές, μπορεί να πεθάνουν σε συγκρούσεις, ειδικά εάν υπερασπίζονται τη φωλιά τους από άλλα μεγάλα αρπακτικά πτηνά, όπως αετούς, γεράκια, ή αρκτικές κουκουβάγιες, συμπεριλαμβανομένων και ατόμων του είδους τους.
Παρόλ’ αυτά, κυρίως λόγω του απρόσιτου των περιοχών διαβίωσης και αναπαραγωγής του είδους, και του σταθερού αριθμού του παγκόσμιου πληθυσμού, η IUCN κατατάσσει τη Χιονογερακίνα στην κατηγορία ελαχίστης ανησυχίας (LC).
Βιότοπος: Σε ερημότοπους, βουνοπλαγιές, έλη, αμμοθίνες. Φωλιάζει σε άκρες βράχων. Στην Αρκτική περιοχή.
Στην Ελλάδα, η Χιονογερακίνα είναι πολύ σπάνιος χειμερινός επισκέπτης. Πολύ λίγα άτομα εμφανίζονται κατά τη διάρκεια των πολύ σκληρών χειμώνων και μόνο στην Β.Ελλάδα.

Ετικέτες: Αετίδες, Ιερακόμορφα, Πουλιά

Ευχαριστούμε που διαβάσατε την ανάρτηση Χιονογερακίνα

Back To Top